Portada
Ao chou
Acceder ao sistema
Configuración
Doazóns
Acerca de Wiktionary
Advertencias
Procurar
μέλι
Lingua
Vixiar
Editar
Grego
Etimoloxía:
do
grego antigo
μέλι
.
Pronuncia:
[ˈmɛ.li]
(
AFI
)
Substantivo neutro
μέλι
(
Alimentación
)
Mel
:
substancia
que
fabrican
as
abellas
.
Termos relacionados
κυψέλη
μέλισσα
μελίσσι
μελισσο-
,
μελισσό-
,
μελισσ-
μελισσοκομείο
μελισσοκομία
μελισσοκομικός
μελισσοκόμος
μελισσόπουλο
μελισσοτροφείο
μελισσοτροφία
μελισσοτροφικός
μελισσοτρόφος